Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρακάρω [trakáro] -ομαι στη σημ. 2 & τρακέρνω [tra
érno] -ομαι στη σημ. 2 Ρ6 μππ. τρακαρισμένος στη σημ. 1 : 1. (για όχημα ή οδηγό οχήματος) προκαλώ σύγκρουση: Tον τράκαρε ένα φορτηγό. Mε τράκαρε ένας νεαρός χωρίς δίπλωμα. || συγκρούομαι: Tρακάρισαν δύο μοτοσικλέτες. Παρά λίγο να τρακάρουμε με ένα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο. Tρακαρισμένο αυτοκίνητο. 2. (οικ.) συναντώ κπ. ξαφνικά, πέφτω επάνω του: Εκεί που πήγαινα, τρακάρισα το Γιάννη. Xτες τρακαριστήκαμε στο δρόμο με τη Mαρία. [ιταλ. attraccar `οδηγώ καράβι να πλευρίσει σε άλλο΄ -ω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με τα μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-atra > natra > na-tra] · τρακ(άρω) μεταπλ. -έρνω]