Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρακάρισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρακάρισμα 1 το [trakárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρακάρω. 1. σύγκρουση αυτοκινήτων: Ο οδηγός δεν κατόρθωσε να αποφύγει το ~. Είχαμε ένα ~. 2. (οικ.) ξαφνική συνάντηση με κπ.

[τρακαρισ- (τρακάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρακάρισμα 2 το : η κατάσταση εκείνου που έχει πάθει τρακ.

[τρακαρισ- (τρακαρίζομαι) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες