Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραγανιστός -ή -ό [traγanistós] Ε1 : για κτ. που είναι σκληρό ή ξεροψημένο και που, όταν το μασούν, κάνει ένα θόρυβο σαν τρίξιμο· τραγανός: Tραγανιστά στραγάλια. Tραγανιστές φρυγανιές / πατάτες.
[τραγανισ- (τραγανίζω) -τός]