Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραγανίζω [traγanízo] Ρ2.1α : 1α. μασώ κτ. τραγανό: ~ μπισκότα / φρυγανιές / στραγάλια. β. για κτ. που τρίζει όταν το μασούν: Tα φιστίκια τραγανίζουν, είναι φρεσκότατα. 2. (μτφ.) ροκανίζω3.
[τραγαν(ός) -ίζω]