Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τραγέλαφος ο [trajélafos] Ο20 : 1. (μυθ.) φανταστικό ζώο, συνδυασμός τράγου και ελαφιού. 2. (ζωολ.) γένος μεγαλόσωμων θηλαστικών που ζει στα δάση της Aφρικής και που διακρίνεται από το μακρύ λαιμό, τα δυνατά πόδια και τα μεγάλα κέρατα που έχουν μόνο τα αρσενικά. 3. (μτφ.) χαρακτηρισμός μιας κατάστασης παράλογης, όπου αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία δημιουργούν σύγχυση: Aυτή η υπόθεση είναι ~· δε βρίσκεις άκρη.
[λόγ.: 1, 3: αρχ. τραγέλαφος· 2: ελνστ. σημ.]