Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραβηξιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραβηξιά η [traviksxá] Ο24 : (οικ.) 1. τράβηγμα: Mε μια ~ το έβγαλα έξω. 2. ρουφηξιά: Mια ~ τσιγάρο.

[τραβηξ- (τραβώ) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες