Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τραβέρσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραβέρσα η [travérsa] Ο25 : 1. δοκάρι ξύλινο ή σιδερένιο που τοποθετείται εγκάρσια ή πλάγια επάνω σε ένα άλλο, κυρίως για να το στηρίξει. || ειδικό δοκάρι όπου στηρίζονται οι σιδηροτροχιές. 2. οριζόντια περασμέ νο κομμάτι ξύλου σε ξύλινες κατασκευές, συνήθ. σε πόρτες.

[ιταλ. traversa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες