Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίωρος -η -ο [tríoros] Ε5 : που διαρκεί τρεις ώρες· τριών ωρών: Tρίωρη απασχόληση / άσκηση. Tρίωρο μάθημα. Tρίωρη καθυστέρηση / διάρκεια. || (ως ουσ.) το τρίωρο, διάστημα τριών ωρών: Γι΄ αυτή τη δουλειά χρειάζομαι ένα τρίωρο. Σήμερα έχουμε τρίωρο, τρεις διδακτικές ώρες.
[λόγ. < μσν. τρίωρος < τρι- 1 + ώρ(α) -ος]