Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίφτης 1 ο [tríftis] Ο10 : 1. μεταλλικό συνήθ. σκεύος της κουζίνας, με τρύπες που καταλήγουν σε αιχμηρές προεξοχές, κατάλληλο για να τρίβουμε το τυρί, το κρεμμύδι κτλ. ή για να πολτοποιούμε τα φρούτα, τις ντομάτες κτλ. 2. ειδικό σφουγγάρι για να τρίβουμε το σώμα μας, όταν κάνουμε μπάνιο. 3. (οικ.) μηχανή για το τρίψιμο μαρμάρων, μωσαϊκών κτλ.
[μσν. *τρίπτης (πρβ. μσν. τυροτρίπτης, δες στο τυροτρίφτης) < τριπ- (τρίβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] (πρβ. ελνστ. τρίπτης `που τρίβει στο λουτρό΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίφτης 2 ο : (οικ.) τεχνίτης που τρίβει μάρμαρα, μωσαϊκά κτλ.
[< τρίφτης 1]