Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίπτυχο το [tríptixo] Ο40 : 1. σύνολο από τρεις εικόνες που τις έχουν συνδέσει με τέτοιον τρόπο, ώστε τα δύο εξωτερικά φύλλα να διπλώνουν επάνω στο κεντρικό: Bυζαντινό ξυλόγλυπτο ~. 2. έγγραφο που αποτελείται από τρία φύλλα: Έβγαλα / έχω ~, άδεια οδήγησης που δίνει το δικαίωμα στον οδηγό ενός αυτοκινήτου να περάσει ελεύθερα μέσα από μια ξένη χώρα. 3. (μτφ.) σύνολο τριών εννοιών που συνδέονται μεταξύ τους: Tο ~ πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Tο ~ ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. τρίπτυχος σημδ. γαλλ. triptyque < αρχ. τρίπτυχος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίπτυχος -η -ο [tríptixos] Ε5 : που αποτελείται από τρία μέρη: H τηλεόραση θα παρουσιάσει ένα τρίπτυχο αφιέρωμα στο γαλλικό κινηματογράφο.
[λόγ. < αρχ. τρίπτυχος `τρεις φορές διπλωμένος΄ σημδ. γαλλ. triptyque (< αρχ. τρίπτυχος)]