Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίμμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίμμα το [tríma] Ο48 : 1. πολύ μικρό κομμάτι που προέρχεται από τρίψι μο: Tρίμματα ψωμιού / τυριού. 2. θρύψαλο, θρύμμα.

[λόγ. < αρχ. τρῖμμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες