Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίκλισμα το [tríklizma] & τρέκλισμα το [tréklizma] Ο49 : βάδισμα όχι σταθερό: Aπό το ~ αλλού πατάει και αλλού βρίσκεται.
[τρικλισ- (τρικλίζω), τρεκλισ- (τρεκλίζω) -μα]