Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίγλυφο το [tríγlifo] Ο40 : τετράπλευρο διακοσμητικό στοιχείο του δωρικού θριγκού, που αποτελείται αλληλοδιαδόχως από τρεις κάθετες και παράλληλες προεξοχές και εσοχές και που εναλλάσσεται με τις μετόπες.
[λόγ. < ελνστ. τρίγλυφον]