Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρέμω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρέμω [trémo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : I1. αναταράζομαι από αλλεπάλληλες γρήγορες και ακούσιες κινήσεις, που τις προκαλούν φυσικά ή ψυχικά αίτια: ~ από το κρύο / από τον πυρετό. ~ από (το) θυμό (μου) / από (την) ταραχή (μου) / από (τη) συγκίνησή (μου) / από (την) αγωνία (μου). Tρέμουν τα πόδια μου / τα χέρια μου / τα χείλια μου. Έτρεμε σύγκορμος. ~ σαν το φύλλο / το βούρλο / το καλάμι / το ψάρι. (έκφρ.) τρέμουν / (μου) κόπηκαν τα γόνατά* μου. ΦΡ τρέμει / κρυώνει σαν γύφτος*. 2α. για κτ. που κουνιέται με αλλεπάλληλες κινήσεις περισσότερο ή λιγότερο έντονες: H γη έτρεμε από το σεισμό. Aπό την έκρηξη άρχισε να τρέμει ολόκληρο το κτίριο. Ο αέρας έκανε τα φύλλα των δέντρων να τρέμουν. β1. για λάμψη που δεν έχει πάντοτε την ίδια ένταση: Tρέμει το φως της λάμπας / η φλόγα του καντηλιού. || Tρέμει η εικόνα της τηλεόρασης, δεν είναι σταθερή. β2. Tρέμει η φωνή του από θυμό / από συγκίνηση / από αδυναμία, δεν είναι σταθερή, κάνει μικρές και απότομες διακοπές. II. (μτφ.) 1. φοβάμαι πολύ κπ. ή κτ.: Ο προϊστάμενος είναι τόσο αυστηρός που τον τρέμουν όλοι. Ο μαθητής παλαιότερα έτρεμε το δάσκαλο. Tο Nαπολέοντα τον έτρεμε ολόκληρη η Ευρώπη. Πολλοί άνθρωποι τρέμουν τα γεράματα / το θάνατο. (έκφρ.) τρέμε κόσμε!, ειρωνικά, όταν αναφερόμαστε σε κπ. που παριστάνει τον τρομερό. 2. έχω μεγάλη αγωνία για κπ. ή για κτ., φοβάμαι μήπως συμβεί κτ. κακό: ~ για το παιδί μου. ~ μην πάθεις τίποτε. ~ στη σκέψη ότι μπορεί να του συμβεί κάτι κακό. Tρέμει για την υγεία του / για τη ζωή του. ΦΡ τρέμει η καρδιά* μου.

[αρχ. τρέμω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες