Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τράτα 1 η [tráta] Ο25 : 1. κωνικό δίχτυ που μοιάζει με το γρίπο: Οι ψαράδες ρίχνουν / τραβούν / σέρνουν την ~. 2. ψαράδικο καΐκι που ψαρεύει με τέτοιο δίχτυ· ανεμότρατα: Mέρα νύχτα αρμένιζαν με την ~ τους. Ψαράδες της τράτας.
[βεν. trata (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τράτα 2 η : κυκλικός χορός που τον χορεύουν γυναίκες, κρατώντας τα χέρια τους σταυρωμένα επάνω στο στήθος.
[< τράτα 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρατάρης ο [tratáris] Ο11 : ο ιδιοκτήτης τράτας ή αυτός που δουλεύει σε αυτή.
[τράτ(α) -άρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρατάρισμα το [tratárizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του τρατάρω, καθώς και αυτό που προσφέρεται· κέρασμα.
[τρατάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρατάρω [tratáro] -ομαι & τρατέρνω [tratérno] -ομαι Ρ6 : (οικ.) προσφέρω, κερνώ, κυρίως γλυκό, ποτό ή καφέ: Kαθίσαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και με τρατάρισε. Ελάτε να τραταριστείτε κάτι!
[μσν. τρατάρω < βεν. tratar -ω· μεταπλ. τρατ(άρω) -έρνω]