Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τράπουλα η [trápula] Ο27 : δεσμίδα με καθορισμένο αριθμό από τραπουλόχαρτα: Mοιράζω / ανακατεύω την ~. ~ με πενήντα δύο / τριάντα δύο χαρτιά / φύλλα. Παίζει με σημαδεμένη ~, για να κλέψει τους συμπαίκτες του και ως ΦΡ για κπ. ο οποίος σε μια συναλλαγή προσπαθεί με τεχνάσματα να εξαπατήσει τον άλλο. ΦΡ ξαναμοιράζω την ~, αναδιανέμω τους ρόλους στο πολιτικό κυρίως παιχνίδι.
[ιταλ. trappola `παγίδα, απάτη΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]