Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τούρνα η [túrna] Ο25α : μόνο στη ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), για άνθρωπο πολύ μεθυσμένο.
[ίσως < ιταλ., σύγκρ. τουρκ. turna ( [túr-] ) `γερανός 1, όν. ομαδικού παιδικού παιχνιδιού΄]