Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τούνελ το [túnel] Ο (άκλ.) : 1. υπόγεια διάβαση που διευκολύνει το πέρασμα αυτοκινητόδρομου ή σιδηροδρομικής γραμμής κάτω από βουνό, από κατοικημένη ή από θαλάσσια περιοχή· σήραγγα: Mέσα από τις Άλπεις περνούν ~ που συνδέουν τη νότια με τη δυτική και βόρεια Ευρώπη. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε περιόδους ή καταστάσεις δύσκολες και σκοτεινές: Πέρασε μέσα από τα ~ της αβεβαιότητας και του άγχους. Φάνηκε φως στην άκρη του ~, άρχισαν να υπάρχουν ελπίδες για βελτίωση.
[λόγ. < ιταλ. tunnel < αγγλ. tunnel]