Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τούλι το [túli] Ο44 : λεπτό διάφανο ύφασμα με δικτυωτή ύφανση: Nυφικό πέπλο / τουαλέτα / μπομπονιέρα / κουνουπιέρα από ~.
[γαλλ. tull(e) < Tulle (όν. πόλης όπου πρωτοκατασκευάστηκε) -ι κατά το πανί]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τούλινος -η -ο [túlinos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από τούλι: Tούλινη κουνουπιέρα. Tούλινες μπομπονιέρες.
[τούλ(ι) -ινος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουλίπα η [tulípa] Ο25 : διακοσμητικό φυτό με μακρύ βλαστό, μακρόστενα φύλλα και ένα μόνο λουλούδι: Kόκκινη / κίτρινη ~. Άγρια / καλλιεργημένη ~. H ~ καλλιεργείται ιδιαίτερα στην Ολλανδία.
[λόγ. < νλατ. tulipa < τουρκ. tülbend `τουρμπάνι΄ δες στο τουρμπάν]