Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουφεκισμός ο [tufekizmós] Ο17 : εκτέλεση καταδίκου με ομαδικό πυροβολισμό από στρατιωτικό απόσπασμα· τουφέκισμαβ.
[λόγ. τουφεκισ- (τουφεκίζω) -μός]