Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουφεκιά η [tufeká] & ντουφεκιά η [dufeká] Ο24 : α. πυροβολισμός με τουφέκι: Έριξε μια ~. Mε την πρώτη ~ το ΄βαλε στα πόδια, έδειξε μεγάλη δειλία στη μάχη. Παραδόθηκαν χωρίς να πέσει ~, χωρίς αντίσταση. || ο ήχος της τουφεκιάς: Tουφεκιές ακούστηκαν στον αέρα. β. η απόσταση βολής ενός τουφεκιού.
[τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ιά]