Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουφεκάω [tufekáo] -ιέμαι & ντουφεκάω [dufekáo] -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (προφ.) τουφεκίζω.
[τουφεκ(ίζω), ντουφεκ(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τουφεκισ-, ντουφεκισ-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουφέκι το [tuféki] & ντουφέκι το [duféki] Ο44 : ατομικό πυροβόλο όπλο που αποτελείται βασικά από την κάννη και από το σύστημα εκτόξευσης του βλήματος, που στερεώνονται σε ένα ξύλινο στέλεχος, το κοντάκι: Στρατιωτικό / κυνηγετικό ~. ~ επαναληπτικό / ημιαυτόματο / αυτόματο. ~ μονόκαννο / δίκαννο. Kρεμάω το ~ στον ώμο. Ο λαός πήρε / έπιασε τα τουφέκια, έκανε ένοπλη εξέγερση. || Aκούστηκαν δυο τουφέκια, δυο τουφεκιές. ΦΡ κυνηγώ / ψάχνω κπ. / κτ. με το ~, για κπ. ή για κτ. που πολύ δύσκο λα μπορούμε να το(ν) βρούμε.
[μσν. *τουφέκι (πρβ. μσν. τουφέχι, τουφέ κιον) < τουρκ. tüfek -ι ( [y > u] από επίδρ. του χειλ. [f] )· ηχηροπ. του αρχι κού [t > d] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: π.χ. τομάτα - ντομάτα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουφεκιά η [tufeká] & ντουφεκιά η [dufeká] Ο24 : α. πυροβολισμός με τουφέκι: Έριξε μια ~. Mε την πρώτη ~ το ΄βαλε στα πόδια, έδειξε μεγάλη δειλία στη μάχη. Παραδόθηκαν χωρίς να πέσει ~, χωρίς αντίσταση. || ο ήχος της τουφεκιάς: Tουφεκιές ακούστηκαν στον αέρα. β. η απόσταση βολής ενός τουφεκιού.
[τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουφεκίδι το [tufekíδi] & ντουφεκίδι το [dufekíδi] Ο44 (συνήθ. στον εν.) : ταυτόχρονη και συνεχής εκπυρσοκρότηση πολλών τουφεκιών: Xάλασε ο κόσμος απ΄ το ~. Όλη τη μέρα δε σταμάτησε το ~. Bροχή έπεφτε το ~.
[τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ίδι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουφεκίζω [tufekízo] -ομαι & ντουφεκίζω [dufekízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ρίχνω τουφεκιές, πυροβολώ. 2. σκοτώνω άνθρωπο ή ζώο με τουφέκι. || εκτε λώ θανατική ποινή με τουφεκισμό: Οι λιποτάκτες σε καιρό πολέμου τουφεκίζονται επί τόπου.
[τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουφέκισμα το [tufékizma] & ντουφέκισμα το [dufékizma] Ο49 : α. η ενέργεια του τουφεκίζω. β. τουφεκισμός.
[τουφεκισ- (τουφεκίζω), ντουφεκισ- (ντουφεκίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουφεκισμός ο [tufekizmós] Ο17 : εκτέλεση καταδίκου με ομαδικό πυροβολισμό από στρατιωτικό απόσπασμα· τουφέκισμαβ.
[λόγ. τουφεκισ- (τουφεκίζω) -μός]