Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουτού
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουτού το [tutú] Ο (άκλ.) : (παιδ.) αυτοκίνητο.

[λ. νηπιακή < του του]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες