Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρσί το [tursí] Ο43 : λαχανικό διατηρημένο σε ξίδι ή σε άρμη: Aγγουράκια / ντομάτες / πιπεριές / λάχανο ~. ΦΡ κάνω κτ. / κπ. ~, για κτ. που μου είναι άχρηστο ή για κπ. που δεν ξέρω πώς να του συμπεριφερθώ: Tι μου το δίνεις αυτό! ~ θα το κάνω;
[τουρκ. turşu, türşî (από τα περσ.)]