Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρμπάνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρμπάνι το [turbáni] Ο44 : μακριά και φαρδιά ταινία από λεπτό ύφασμα, την οποία τυλίγουν γύρω από το κεφάλι οι μουσουλμάνοι (εκτός από τους Tούρκους)· (πρβ. σαρίκι): Ο μαχαραγιάς φορούσε ένα άσπρο μεταξωτό ~.

[τουρμπάν -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες