Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκοκυπριακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρκοκυπριακός -ή -ό [turkokipriakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Tούρκους της Kύπρου (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το ελληνοκυπριακός): Tουρκοκυπριακά χωριά / σχολεία.

[λόγ. Τουρκοκύπρι(ος) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες