Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουρκικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρκικός -ή -ό [turkikós] Ε1 & τούρκικος -η -ο [túrkikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tουρκία ή στους Tούρκους ή που προέρχεται από την Tουρκία ή συνηθίζεται από τους Tούρκους: ~ ποταμός. Tουρκικά βουνά / παράλια / σύνορα / προϊόντα. ~ στρατός / λαός. ~ ζυγός. Tουρκική πολιτική. Tουρκική γλώσσα. Tούρκικος καφές, που τον βράζουν με ζάχαρη στο μπρίκι και τον σερβίρουν σε μικρό φλιτζάνι· ελληνικός. Tούρκικος καμπινές / τούρκικη λεκάνη, λεκάνη αποχωρητηρίου χωρίς κάθισμα. || (ως ουσ.) τα τουρκικά, τα τούρκικα, η τουρκική, η τουρκική γλώσσα: Συνεννοείται καλά στα τουρκικά. Ξέρει καλά τα τούρκικα. τουρκικά & τούρκικα ΕΠIΡΡ σε τουρκική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Τούρκ(ος) -ικός· Τούρκ(ος) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες