Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουναντίον [tunandíon] επίρρ. : το χρησιμοποιεί ο ομιλητής για να δηλώσει ότι συμβαίνει, ισχύει εντελώς το αντίθετο από αυτό που έχει προανα φερθεί· αντίθετα, απεναντίας· συχνά επιτείνει την αντιθετική σημασία του αλλά: Όχι μόνο δεν τον τιμώρησε, αλλά ~ τον επαίνεσε κιόλας. || στη θέση αντιθετικού παρατακτικού συνδέσμου, εκφέρει ύστερα από τελεία ή άνω τελεία πρόταση συνήθ. ελλειπτική, με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης αρνητικής πρότασης· συχνά μαζί με το μάλιστα εκφράζει εντονότερη αντίθεση: Δεν ισχυρίζομαι ότι έχω δίκιο· ~ μάλιστα, δηλαδή ισχυρίζομαι ότι δεν έχω δίκιο.
[λόγ. < αρχ. τοὐναντίον < τό ἐναντίον]