Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουμπελέκι το [tumbeléki] & τουμπερλέκι το [tumberléki] Ο44 : λαϊκό μουσικό όργανο με πήλινο ηχείο που μοιάζει με μικρό τύμπανο.
[τουρκ. tümbelek -ι ( [y > u] από επίδρ. των χειλ. [mb] )· ανάπτ. [r] ]