Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουμπεκί το [tumbekí] Ο43 : ποικιλία καπνού που, αφού τον μουσκέψουν και τον κόψουν σε ψιλά κομματάκια, τον χρησιμοποιούν αποκλειστικά για το ναργιλέ. ΦΡ (λαϊκ.) κάνω ~ ή ~ ψιλοκομμένο, δε μιλάω, κάνω πως δεν ξέρω· ΣYN ΦΡ κάνω την πάπια.
[τουρκ. tömbeki < ιταλ. tabacco (δες στο ταμπάκος)]