Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουμπάρω [tumbáro] -ομαι στη σημ. 2α & τουμπέρνω [tumbérno] -ομαι στη σημ. 2α Ρ6α : (οικ.) 1. αναποδογυρίζω, παίρνω τούμπα, συνήθ. για τροχοφόρο ή πλωτό που ανατρέπεται: Tούμπαρε η βάρκα. Tο αυτοκίνητο βρέθηκε τουμπαρισμένο σ΄ ένα χαντάκι. || αναποδογυρίζω κτ.: Θα το τουμπάρεις το καρότσι, έτσι που πηγαίνεις. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. να αλλάξει γνώμη ή να πάρει μια απόφαση που δε συμφέρει τον ίδιο αλλά εξυπηρετεί εμένα: Tον έφερε από δω, τον έφερε από κει, στο τέλος τον τουμπάρισε, τον κατάφερε. Ξέρει αυτός πώς να τουμπάρει κοπέλες. β. (παρωχ.) αποτυχαίνω σε μια σχολική εξέταση· πατώνω.
[τούμπ(α) 1 -άρω, -έρνω]