Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουλίπα η [tulípa] Ο25 : διακοσμητικό φυτό με μακρύ βλαστό, μακρόστενα φύλλα και ένα μόνο λουλούδι: Kόκκινη / κίτρινη ~. Άγρια / καλλιεργημένη ~. H ~ καλλιεργείται ιδιαίτερα στην Ολλανδία.
[λόγ. < νλατ. tulipa < τουρκ. tülbend `τουρμπάνι΄ δες στο τουρμπάν]