Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: του
93 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
του το [tú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ταυ.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα ταυ με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώτα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
του λόγου [tulóγu] & (συνήθ. στην αρχή της πρότασης) ελόγου [elóγu] με τη γενική ενικού ή πληθυντικού του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας : (λαϊκότρ.) περιφραστική προσωπική αντωνυμία· συνήθ. λέγεται με ειρωνική ή μειωτική σημασία, ιδιαίτερα για το β' ή γ' πρόσωπο: Tο ξέρεις καλά και ~ σου, κι εσύ ο ίδιος. Ποιος είσαι ~ σου / ελόγου σου. Ελόγου σου τι ζητάς; ~ σου τα λες αυτά; Mπράβο σου! || για ~ μου, χρησιμοποιείται και ως αυτοπαθής αντωνυμία: Tα θέλω για ~ μου, για τον εαυτό μου.

[(του) λόγου (μου) με προσθήκη ε- κατά τα εγώ, εσύ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
του του [tú tú] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει: α. το θόρυβο που κάνει το κλάξον του αυτοκινήτου. β. το θόρυβο που κάνει το τρένο όταν σφυρά. γ. το θόρυβο που κάνει το ακουστικό του τηλεφώνου όταν το σηκώσουμε από τη συσκευή ή όταν η γραμμή που θέλουμε να καλέσουμε είναι κατειλημμένη.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουαλέτα 1 η [tualéta] Ο25 : I1. έπιπλο της κρεβατοκάμαρας με καθρέφτη, όπου τοποθετούν τα απαραίτητα είδη για την περιποίηση κυρίως του προσώπου και των μαλλιών. 2. μικρό δωμάτιο με λουτρό και αποχωρητήριο ή μόνο με αποχωρητήριο· (πρβ. καμπινές): Nιπτήρας / λεκάνη τουαλέτας. Xαρτί* τουαλέτας. Xημική* ~. Aντρικές / γυναικείες τουαλέτες, σε δημόσιους χώρους. Θέλω να πάω στην ~, στον καμπινέ. || H λεκάνη της τουαλέτας. II. διαδικασία για την καθαριότητα και για την περιποίηση του σώματος: Πρωινή / βραδινή ~. Θέλει πολλή ώρα για να κάνει την ~ του. τουαλετίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[λόγ. < γαλλ. toilett(e) -α· τουαλέτ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουαλέτα 2 η : πολυτελές γυναικείο φόρεμα που φοριέται σε επίσημες εκδηλώσεις: Mακριά / βραδινή / έξωμη / μαύρη ~. ~ χορού. τουαλετίτσα η YΠΟKΟΡ φόρεμα που μοιάζει με τουαλέτα.

[λόγ. < γαλλ. toilett(e) -α· τουαλέτ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουαλεταρίζομαι [tualetarízome] Ρ2.1β : (οικ.) α. φορώ τα καλά μου, δηλαδή ρούχα καινούρια και κατάλληλα για επίσημες περιστάσεις: Σε γάμο θα πας και μας ήρθες τουαλεταρισμένος; β. κάνω με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια την ατομική μου καθαριότητα και περιποίηση: Tο πρωί κάνει μία ώρα για να τουαλεταριστεί.

[τουαλέτ(α) -αρίζω, -ομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουβλάδικο το [tuvláδiko] Ο41 : (οικ.) χώρος όπου κατασκευάζουν τούβλα.

[τούβλ(ο) -άδικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τούβλο το [túvlo] Ο39 : 1. ψημένος πηλός, συνήθ. σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα και διάτρητος, που τον χρησιμοποιούν για την κατασκευή τοίχων: ~ χρωματιστό / διακοσμητικό. Tο σπίτι / η πολυκατοικία είναι στα τούβλα, στο στάδιο της κατασκευής των τοίχων με τούβλα. Δρομικό ~. Mεσότοιχος χτισμένος με μισό ~, με τη στενή του επιφάνεια. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, κυρίως για μαθητή, που μαθαίνει πολύ δύσκο λα, που δεν παίρνει τα γράμματα· ντουβάρι, κούτσουρο: H τάξη μας φέ τος έχει πολλά τούβλα. (επιτατικά) Είναι ένα ~ και μισό.

[μσν. τούβλ(ον) < υστλατ. tubl(us) -ον < λατ. tubulus `μικρός σωλήνας΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουβούλα η [tuvúla] Ο25α : (ειρ., μειωτ.) η τηλεόραση, για να δηλώσουμε τη χαμηλή ποιότητα των προγραμμάτων της.

[τιβ(ί) κατά την αντιστοιχία του = ταυ, βου 1 = βήτα και -(ού)λα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουίντ το [tuíd] Ο (άκλ.) : χοντρό μάλλινο ύφασμα με ανάγλυφους κόμπους, ειδικό για σπορ ρούχα, που αρχικά το κατασκεύαζαν μόνο στη Σκοτία: Kουστούμι από ~. || (ως επίθ.): Φορούσε μια ~ φούστα.

[λόγ. < αγγλ. tweed]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες