Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τορπίλη η [torpíli] Ο30 & τορπίλα η [torpíla] Ο25 : 1. υποβρύχιο βλήμα, εφοδιασμένο με εκρηκτική γόμωση και κινητήριο μηχανισμό, που εκτοξεύεται από υποβρύχιο, πλοίο ή αεροσκάφος εναντίον πλοίου ή υποβρυχίου. 2. (μτφ.) ύπουλη ενέργεια με την οποία κάποιος εμποδίζει την πραγματοποίηση των σχεδίων του αντιπάλου.
[λόγ. < γαλλ. torpill(e) (μτφρδ. αγγλ. torpedo) -η (ορθογρ. δαν.)· τορπίλ(η) μεταπλ. -α]