Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοξικολογικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοξικολογικός -ή -ό [toksikolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τοξικολογία: Tοξικολογικές μελέτες / έρευνες. Ο ιατροδικαστής διέταξε τοξικολογική εξέταση των σπλάχνων του νεκρού.

[λόγ. < γαλλ. toxicologique < toxicolog(ie) = τοξικολογ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες