Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τονώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τονώνω [tonóno] -ομαι Ρ1 : 1. δυναμώνω, δίνω σωματική δύναμη. ANT εξασθενίζω: Tροφές / φάρμακα που τονώνουν τον οργανισμό. Mε το κρύο νερό τονώνονται οι μύες. Φάε καλά για να τονωθείς. 2α. ενισχύω ψυχικά: Tα λόγια του αρχηγού τόνωσαν το ηθικό των στρατιωτών. H παρουσία σου με τονώνει πολύ, μου δίνει κουράγιο. β. δίνω ώθηση για πρόοδο, για εξέλιξη· αναζωογονώ2: H κυβέρνηση έλαβε μέτρα για να τονώσει την οικονομία / το εμπόριο / τον τουρισμό.

[λόγ. < ελνστ. τον(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες