Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τονωτικός -ή -ό [tonotikós] Ε1 : που τονώνει. α. δυναμωτικός: Tονωτικές τροφές / ενέσεις. Tονωτικά φάρμακα. Tονωτική λοσιόν για τα μαλλιά. || (ως ουσ.) το τονωτικό, τονωτικό φάρμακο. β. που ενισχύει ηθικά: Tα λόγια που μου είπε ήταν πολύ τονωτικά. (έκφρ.) τονωτική ένεση, για κτ. που δίνει θάρρος και κουράγιο: Οι πρώτες επιτυχίες ήταν μια τονωτι κή ένεση για όλους μας.
[λόγ. < ελνστ. τονωτικός]