Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τομογράφος ο [tomoγráfos] Ο18 : (ιατρ.) ειδικό μηχάνημα με το οποίο γίνονται τομογραφίες: Aξονικός / μαγνητικός ~.
[λόγ. < γαλλ. tomographe < tomo(graphie) = τομο(γραφία) + -graphe = -γράφος 2]