Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τομέας 1 ο [toméas] Ο2 : καθένα από τα μέρη στα οποία έχουν υποδιαιρέσει ένα σύνολο. 1. υποδιαίρεση πόλης ή περιοχής με σκοπό την καλύτερη διοικητική οργάνωση και την κατανομή εργασίας: Ο ανατολικός / δυτικός ~ της Θεσσαλονίκης, ζώνη. H αναδάσωση θα γίνει κατά τομείς. Tαχυδρομικός ~, ένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται μια πόλη, για να διευκολύνεται η διανομή της αλληλογραφίας. || (γεωμ.) ~ κύκλου / κυκλικός ~, το μέρος του κύκλου που ορίζεται από δύο ακτίνες και από το μεταξύ τους τόξο. σφαιρικός ~, στερεό που δημιουργείται από την περιστροφή ενός κυκλικού τομέα μέγιστου κύκλου με άξονα μία διάμετρο αυτού του κύκλου. 2α. ειδική περιοχή της ανθρώπινης γνώσης ή δραστηριότητας· κλάδος: Δεν υπάρχει ~ της επιστήμης που να μην παρουσίασε εξέλιξη στον αιώνα μας. Στον τομέα των φυσικών επιστημών τα επιτεύγματα είναι εντυπωσιακά. Ο ~ της γεωργίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου είναι τομείς της εθνικής οικονομίας. Ο ευαίσθητος ~ της παιδείας. β. διαίρεση του τμήματος σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: ~ Γλωσσολογίας / Kλασικών Σπουδών στο Φιλολογικό Tμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. Διευθυντής του Tομέα Mεσαιωνικών και Nεοελληνικών Σπουδών.
[λόγ. < αρχ. τομεύς, αιτ. -έα `που κόβει΄ (γεωμ.: ελνστ. σημ.) & σημδ. γαλλ. secteur]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τομέας 2 ο : (ανατ.) καθένα από τα τέσσερα μπροστινά δόντια της επάνω και αντίστοιχα της κάτω γνάθου· κοπτήρας.
[λόγ. < ελνστ. τομεύς, αιτ. -έα]