Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τομάρι το [tomári] Ο44 : 1. γδαρμένο δέρμα ζώου· (πρβ. προβιά): H καλύβα ήταν στρωμένη με τομάρια. Φορούσε ένα ~ για να ζεσταίνεται. 2α. (μειωτ.) το σώμα του ανθρώπου και με επέκτ., η ζωή του: Mόνο για το ~ του νοιάζεται. Φυλάει το ~ του. ΦΡ πουλάω ακριβά το ~ μου, υπερασπίζομαι τη ζωή μου ως την τελευταία στιγμή, προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά. του άργασαν* το ~. β. (υβρ.) παλιάνθρωπος: Aυτό το ~ λογαριάζεις! Bρε ~, τι είναι αυτό που έκανες; Mαζεύτηκαν όλα τα τομάρια και πήγαν να μου φάνε την περιουσία.
[μσν. τομάρι < τομάριον υποκορ. του αρχ. τόμ(ος) `κομμάτι, φέτα΄ -άριον]