Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τολμώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τολμώ [tolmó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1. έχω την τόλμη, το θάρρος να κάνω κτ.: Οι Έλληνες τόλμησαν να αντισταθούν σε πανίσχυρους στρατούς. Όταν θυμώσει, κανένας δεν τολμάει να του μιλήσει. (έκφρ. ευγένειας ή υποταγής): ~ να σας απασχολήσω / να ζητήσω τη βοήθειά σας, παίρνω το θάρρος. (για να μετριάσουμε το απόλυτο της γνώμης μας): Θα τολμούσα να πω ότι αυτός ο πολιτικός είναι από τους μεγαλύτερους. || αποφασίζω να κάνω κτ. ριψοκίνδυνο, με αβέβαιη έκβαση: Tόλμησε να ανοίξει επιχείρηση σε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο. 2. κάνω κτ. με θρασύτητα, δείχνω ασέβεια ή απρέπεια: Tόλμησε να μου πει κατάμουτρα ότι τον αδίκησα. Tόλμησε να μου ξαναπείς ψέματα και θα δεις! Mην τολμήσεις να με εμποδίσεις. Πώς τολμάς!

[λόγ. < αρχ. τολμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες