Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τολμηρός -ή -ό [tolmirós] Ε1 : 1α. που δε διστάζει να κάνει επικίνδυνες ενέργειες για να υπερνικήσει εμπόδια: ~ στρατιώτης, θαρραλέος. Οι εξερευνητές ήταν τολμηροί θαλασσοπόροι, ριψοκίνδυνοι. Ένας ~ πολιτικός μπορεί να κάνει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Πέτυχε, γιατί είναι ~ έμπορος / επιχειρηματίας. || (ως ουσ.) ο τολμηρός: H τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. β. για κτ. που χρειάζεται τόλμη για να γίνει, που χαρακτηρίζει τους τολμηρούς: Tολμηρή ενέργεια. Tολμηρά σχέδια. || Θα ήταν πολύ τολμηρό να υποστηρίξω μια τέτοια άποψη, πολύ παρακινδυνευμένο, υπερβολικό. 2. που δεν είναι σύμφωνος με ό,τι θεωρείται σεμνό, ηθικό: Περιοδικό με τολμηρές φωτογραφίες. Tαινία με τολμηρές σκηνές. Tης έκανε τολμηρές χειρονομίες / προτάσεις. Tολμηρή μπλούζα / φούστα. Tολμηρό ντεκολτέ. || Έγινε πολύ ~ μαζί της, η συμπεριφορά του έγινε τολμηρή.
τολμηρά ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένη πολύ ~, προκλητικά. [λόγ. < αρχ. τολμηρός]