Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοκοχρεολύσιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοκοχρεολύσιο το [tokoxreolísio] Ο40 : χρηματικό ποσό το οποίο πρέπει να πληρώνει κάποιος τμηματικά, για να εξοφλήσει το κεφάλαιο που δανείστηκε και τους τόκους που αντιστοιχούν σε αυτό.

[λόγ. τόκ(ος) -ο- + χρεολύσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες