Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοκογλύφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοκογλύφος ο [tokoγlífos] Ο18 θηλ. τοκογλύφος [tokoγlífos] Ο35 : αυτός που τοκίζει με υπερβολικό τόκο.

[λόγ. < ελνστ. τοκογλύφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες