Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοκογλυφικός -ή -ό [tokoγlifikós] Ε1 : για κτ. που έχει σχέση με την τοκογλυφία, που το χαρακτηρίζει η τοκογλυφία: Tοκογλυφικά επιτόκια.
[λόγ. τοκογλυφ(ία) -ικός]