Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοκισμός ο [tokizmós] Ο17 : 1. υπολογισμός του τόκου: Προβλήματα τοκισμού, τόκου. 2. ο δανεισμός χρημάτων με τόκο.
[λόγ. < αρχ. τοκισμός `τοκογλυφία΄, κατά τη σημ. του τοκίζω]