Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοιχοκολλώ [tixokoló] -ούμαι Ρ10.9 : κολλώ μια ανακοίνωση σε τοίχο ή σε πλαίσιο τοποθετημένο σε τοίχο: Tα αποτελέσματα των εξετάσεων τοιχοκολλήθηκαν / είναι τοιχοκολλημένα στην είσοδο του σχολείου. Tοιχοκόλλησαν διαφημιστικές αφίσες.
[λόγ. τοίχ(ος) -ο- + κολλώ]