Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τοίχος ο [tíxos] Ο18 : κατακόρυφη κατασκευή από πέτρες, τούβλα, μπετόν ή άλλο υλικό, με μικρό πάχος σε σχέση με το ύψος ή το μήκος της, που χτίζεται για να δημιουργήσει έναν κλειστό χώρο, να χωρίσει ένα χώ ρο ή να περιφράξει μια έκταση: Εξωτερικός / εσωτερικός / χαμηλός / ψηλός / χοντρός / λεπτός ~. Δρομικός ~. Xτίζω / υψώνω / γκρεμίζω έναν τοί χο. (έκφρ.) σαν να μιλάω στον τοίχο, όταν δε με προσέχουν ή δε λογαριάζουν όσα λέω. κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους, ζει απομονωμένος στο σπίτι του. δεν άφησαν παρά τους τέσσερις τοίχους, αφαίρεσαν όλα τα κινητά αντικείμενα από ένα σπίτι. στήνω κπ. στον τοίχο, τον εκτελώ με τουφεκισμό, και μτφ., τον τιμωρώ πολύ αυστηρά, τον καταδικάζω. (επιρρηματικά) τοίχο τοίχο, κολλητά στον τοίχο, κυρίως για να μη γίνω αντιληπτός: Προχωρώ / πηγαίνω / βαδίζω τοίχο τοίχο. ΦΡ χτυπώ / βαρώ το κεφάλι* μου στον τοίχο. κολλάω κπ. στον τοίχο, τον κάνω να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα επιχειρήματά μου. και οι τοίχοι έχουν αυτιά, πρέπει να προσέχει κανείς τι λέει, γιατί κάποιος μπορεί να ακούσει, κυρίως καταδότης. πού να τα βρω τα λεφτά, να τα κόψω από τον τοίχο;, για να δηλώσουμε ότι είναι τελείως αδύνατο να διαθέσουμε κάποιο ποσό. || (μτφ.): Yψώνεται ένας ~ ανάμεσά τους, δεν υπάρχει καμιά ψυχική επαφή ανάμεσά τους.
τοιχάκι το YΠΟKΟΡ. τοιχαλάκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. τοῖχος· τοίχ(ος) -αλάκι]