Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: το
225 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
το 3 [tó] αντων. δεικτ. : στην έκφραση ~ και ~, όταν δε θέλουμε να αναφέρουμε ακριβώς κτ. που λέχθηκε ή που έγινε: Είπε / έκανε ~ και ~, αυτό κι αυτό.

[αρχ. φρ. τό καί τό]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τόγκα η [tóŋga] Ο25 : (λαϊκ.) μόνο στη ΦΡ βάζω ~, χρωστάω χρήματα· ΣYN ΦΡ βάζω φέσι.

[ισπαν. tonga `κουκούλα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιούτος ο [tiútos] Ο18 : (οικ.) παθητικός ομοφυλόφιλος· τέτοιος.

[λόγ. < αρχ. τοιοῦτος `τέτοιος΄ σημδ. του λαϊκού τέτοιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιουτοτρόπως [tiutotrópos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με αυτό τον τρόπο.

[λόγ. < αρχ. τοιουτοτρόπως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχίο το [tixío] Ο39 : (οικοδ.) τοίχος από μπετόν για την ενίσχυση της στατικής αντοχής ενός κτιρίου: Aντισεισμικό ~. ~ ακαμψίας.

[λόγ. < ελνστ. τοιχίον υποκορ. του αρχ. τοῖχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχογραφία η [tixoγrafía] Ο25 : 1. η τέχνη της διακόσμησης του τοίχου με ζωγραφικές παραστάσεις, συνήθ. με νωπογραφίες: H ~ γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο Mεσαίωνα και στην Aναγέννηση. 2. παράσταση με μεγάλες συνήθ. διαστάσεις, ζωγραφισμένη σε τοίχο: Οι τοιχογραφίες της Πομπηίας. || (μτφ.): ~ μιας εποχής, για κινηματογραφικό ή λογοτεχνικό έργο που μας δίνει παραστατικά εικόνες μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.

[λόγ. < ελνστ. τοιχογραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχογραφώ [tixoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω τοιχογραφίες επάνω σε επιφάνεια τοίχου.

[λόγ. < μσν. τοιχογραφώ < τοιχογραφ(ία) -ώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχοδομία η [tixoδomía] Ο25 : η κατασκευή, το χτίσιμο τοίχων· τοιχοποιία1.

[λόγ. < ελνστ. τοιχοδόμ(ος) `αυτός που χτίζει τοίχους΄ -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχοκόλληση η [tixokólisi] Ο33 : η ενέργεια του τοιχοκολλώ: H ~ επιτρέπεται σε χώρους που ορίζει ο δήμος. H ~ των αποτελεσμάτων. H ~ δικαστικού εντάλματος. || τοιχοκολλημένο έντυπο: Είδα / διάβασα την ~.

[λόγ. τοιχοκολλη- (τοιχοκολλώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοιχοκολλώ [tixokoló] -ούμαι Ρ10.9 : κολλώ μια ανακοίνωση σε τοίχο ή σε πλαίσιο τοποθετημένο σε τοίχο: Tα αποτελέσματα των εξετάσεων τοιχοκολλήθηκαν / είναι τοιχοκολλημένα στην είσοδο του σχολείου. Tοιχοκόλλησαν διαφημιστικές αφίσες.

[λόγ. τοίχ(ος) -ο- + κολλώ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...23   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες