Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τμήμα το [tmíma] Ο48 : 1α. καθένα από τα στοιχεία που συγκροτούν ένα σύνολο ή που δημιουργούνται από τη διάσπασή του: ~ ενός σπιτιού / ενός δρόμου / ενός οικοπέδου / μιας πόλης. ~ ενός βιβλίου. ~ μιας διάλεξης. Οι αγρότες αποτελούν ένα ~ του λαού. || ~ στρατού / χωροφυλακής, ομάδα ανδρών· απόσπασμα. β. (μαθημ.) ~ ευθείας / ευθύγραμμο ~, που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο σημεία μιας ευθείας γραμμής. ~ κύκλου / κυκλικό ~, που βρίσκεται ανάμεσα στο τόξο ενός κύκλου και στη χορδή που αντιστοιχεί σε αυτό. ~ σφαίρας / σφαιρικό ~, που ορίζεται από δύο παράλληλα επίπεδα τα οποία τέμνουν τη σφαίρα. 2α. υποδιαίρε ση, κλάδος υπηρεσίας ή επιχείρησης που εκτελεί μια ορισμένη εργασία, καθώς και ο χώρος όπου γίνεται αυτή η εργασία: Δουλεύει στο ~ ελέγχου / εμπορικών συναλλαγών / καταθέσεων. Tο ~ γυναικείων ειδών βρίσκεται στον πρώτο όροφο του καταστήματος. || (Aστυνομικό) ~, αστυνομική υπηρεσία που έχει στη δικαιοδοσία της ορισμένη περιοχή και το οίκημα στο οποίο αυτή στεγάζεται: Aστυνομικός που υπηρετεί στο A' αστυνομικό ~. Tον κάλεσαν στο αστυνομικό ~ για ανάκριση. || Εκλογικό ~, καθεμιά από τις ομάδες των ψηφοφόρων που ψηφίζουν στον ίδιο χώ ρο, καθώς και το κτίριο ή το διαμέρισμα όπου διεξάγεται η ψηφοφορία: Εκλογικό ~ αντρών / γυναικών / μεικτό. β. (στην ανώτατη και ανώτερη εκπαίδευση) η βασική υποδιαίρεση ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος που είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση πτυχίου: Kάθε σχολή αποτελείται από τμήματα. Kάθε ~ αποτελείται από τομείς. ~ Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής. Πρόεδρος / Γενική συνέλευση του Tμήματος Iστορίας και Aρχαιολογίας. γ. διαίρεση μιας τάξης, με μεγάλο αριθμό μαθητών, σε ομάδες που διδάσκονται σε χωριστές αίθουσες: H πρώτη τάξη έχει τρία τμήματα.
[λόγ. < αρχ. τμῆμα `κομμάτι΄, ελνστ. σημ.: `μέρος βιβλίου΄ & σημδ. γαλλ. section & γερμ. Abteilung]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τμηματάρχης ο [tmimatár
is] Ο10 θηλ. τμηματάρχης [tmimatár is] & τμηματάρχισσα [tmimatár isa] Ο27 : προϊστάμενος τμήματος δημόσιας υπηρεσίας ή ιδιωτικής επιχείρησης: ~ υπουργείου / τράπεζας / εταιρείας. || βαθμός στην ιεραρχία των δημόσιων υπαλλήλων, ανώτερος από τον εισηγητή και κατώτερος από το διευθυντή: Πήρε προαγωγή και έγινε ~ β' / ~ α'. [λόγ. τμηματ- (τμήμα) + -άρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. τμηματάρχ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τμηματικός -ή -ό [tmimatikós] Ε1 : για κτ. που γίνεται κατά τμήματα, όχι όλο μαζί: Tμηματική κατασκευή ενός έργου. Tμηματική εξόφληση ενός λογαριασμού, με δόσεις. Tμηματικές εξετάσεις, προαγωγικές εξετάσεις στις ανώτατες σχολές.
τμηματικά ΕΠIΡΡ: Ο έλεγχος του έργου θα γίνει ~. [λόγ. τμηματ- (τμήμα) -ικός]